εξάχορδος

εξάχορδος
η , ο [ος , ον ] шестиструнный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εξάχορδος" в других словарях:

  • εξάχορδος — η, ο (Μ ἑξάχορδος, ον) αυτός που έχει έξι χορδές μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάχορδον κλίμακα έξι φθόγγων με ένα ημιτόνιο στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χορδή] …   Dictionary of Greek

  • εξάχορδος — η, ο 1. (για μουσικά όργανα), που έχει έξι χορδές. 2. το ουδ. ως ουσ., εξάχορδο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαχορδία — η [εξάχορδος] μουσ. το σύστημα τού εξάχορδου μουσικού οργάνου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»